Definify.com
Definition 2024
ΑΤΙΑ
ΑΤΙΑ
See also: άτια
Greek
Noun
ΑΤΙΑ • (ATIA) n (invariable)
- Initialism of άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο (ágnostis taftótitas iptámeno antikeímeno): UFO (unidentified flying object)
ΑΤΙΑ • (ATIA) n (invariable)