Definify.com
Definition 2024
Αγγλοσάξωνας
Αγγλοσάξωνας
Greek
Noun
Αγγλοσάξωνας • (Anglosáxonas) m f (plural Αγγλοσάξωνες)
- Alternative form of Αγγλοσάξονας (Anglosáxonas)
Declension
declension of Αγγλοσάξωνας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Αγγλοσάξωνας | Αγγλοσάξωνες |
genitive | Αγγλοσάξωνα | Αγγλοσαξώνων |
accusative | Αγγλοσάξωνα | Αγγλοσάξωνες |
vocative | Αγγλοσάξωνα | Αγγλοσάξωνες |
Related terms
- αγγλοσαξονικός (anglosaxonikós, “Anglo-Saxon”)
- and see: Αγγλία f (Anglía, “England”)