Definify.com
Definition 2024
Αθιγγανίδα
Αθιγγανίδα
Greek
Noun
Αθιγγανίδα • (Athinganída) f (plural Αθιγγανίδες, masculine Αθίγγανος)
- Alternative form of Αθίγγανη (Athíngani)
Declension
declension of Αθιγγανίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Αθιγγανίδα | Αθιγγανίδες |
genitive | Αθιγγανίδας | Αθιγγανίδων |
accusative | Αθιγγανίδα | Αθιγγανίδες |
vocative | Αθιγγανίδα | Αθιγγανίδες |
Synonyms
- Τσιγγάνα f (Tsingána)