Definify.com
Definition 2024
Αιγαιοπελαγίτης
Αιγαιοπελαγίτης
Greek
Noun
Αιγαιοπελαγίτης • (Aigaiopelagítis) m (plural Αιγαιοπελαγίτες, feminine Αιγαιοπελαγίτισσα)
- Aegean (a person, usually male, from the Aegean Sea and the surrounding area)
Declension
declension of Αιγαιοπελαγίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Αιγαιοπελαγίτης | Αιγαιοπελαγίτες |
genitive | Αιγαιοπελαγίτη | Αιγαιοπελαγιτών |
accusative | Αιγαιοπελαγίτη | Αιγαιοπελαγίτες |
vocative | Αιγαιοπελαγίτη | Αιγαιοπελαγίτες |
Related terms
- see: Αιγαίο Πέλαγος n (Aigaío Pélagos, “Aegean Sea”)