Definify.com
Definition 2024
Ανατολίτισσα
Ανατολίτισσα
Greek
Noun
Ανατολίτισσα • (Anatolítissa) f (plural Ανατολίτισσες, masculine Ανατολίτης)
- Anatolian (a female person from Anatolia or of Anatolian ethnicity)
Declension
declension of Ανατολίτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Ανατολίτισσα | Ανατολίτισσες |
genitive | Ανατολίτισσας | Ανατολιτισσών |
accusative | Ανατολίτισσα | Ανατολίτισσες |
vocative | Ανατολίτισσα | Ανατολίτισσες |
Related terms
- see: Ανατολία f (Anatolía, “Anatolia”)