Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Αρχαιοζωικό
Αρχαιοζωικό
Greek
Noun
Αρχαιοζωικό
•
(
Archaiozoikó
)
m
Accusative
singular
form of
Αρχαιοζωικός
(
Archaiozoikós
)
.
Similar Results