Definify.com
Definition 2024
Αφγανή
Αφγανή
Greek
Noun
Αφγανή • (Afganí) f (plural Αφγανές, masculine Αφγανός)
Declension
declension of Αφγανή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Αφγανή | Αφγανές |
genitive | Αφγανής | Αφγανών |
accusative | Αφγανή | Αφγανές |
vocative | Αφγανή | Αφγανές |
Related terms
- see: Αφγανιστάν n (Afganistán, “Afghanistan”)