Definify.com
Definition 2024
Βενεζουελανών
Βενεζουελανών
Greek
Noun
Βενεζουελανών • (Venezouelanón)
- (masculine) Genitive plural form of Βενεζουελανός (Venezouelanós).
- (feminine) Genitive plural form of Βενεζουελανή (Venezouelaní).
Βενεζουελανών • (Venezouelanón)