Definify.com
Definition 2024
Βησιγότθος
Βησιγότθος
Greek
Noun
Βησιγότθος • (Visigótthos) m (plural Βησιγότθοι)
- Visigoth
- 1982, Alkis Alkaios/Thanos Mikroutsikos, Ερωτικό (Με μια πιρόγα):
- Στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις.
- You sail in the land of the Visigoths.
- Στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις.
- 1982, Alkis Alkaios/Thanos Mikroutsikos, Ερωτικό (Με μια πιρόγα):
Declension
declension of Βησιγότθος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Βησιγότθος | Βησιγότθοι |
genitive | Βησιγότθου | Βησιγότθων |
accusative | Βησιγότθο | Βησιγότθους |
vocative | Βησιγότθε | Βησιγότθοι |