Definify.com
Definition 2024
Βιεννέζος
Βιεννέζος
Greek
Alternative forms
- Βιενέζος (Vienézos)
Noun
Βιεννέζος • (Viennézos) f (plural Βιεννέζοι)
- a Viennese man
- (as an adjective describing persons) Viennese
- ο Βιεννέζος συνθέτης Γιόχαν Στράους
- the Viennese composer Johann Srauss
- ο Βιεννέζος συνθέτης Γιόχαν Στράους
Declension
declension of Βιεννέζος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Βιεννέζος | Βιεννέζοι |
genitive | Βιεννέζου | Βιεννέζων |
accusative | Βιεννέζο | Βιεννέζους |
vocative | Βιεννέζε | Βιεννέζοι |
Derived terms
- Βιεννέζα (Viennéza)
- βιεννέζικος (viennézikos)
Related terms
- Βιέννη (Viénni)