Definify.com
Definition 2024
Βικιλεξικό
Βικιλεξικό
Greek
Proper noun
Βικιλεξικό • (Vikilexikó) n
Inflection
declension of Βικιλεξικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Βικιλεξικό | Βικιλεξικά |
genitive | Βικιλεξικού | Βικιλεξικών |
accusative | Βικιλεξικό | Βικιλεξικά |
vocative | Βικιλεξικό | Βικιλεξικά |