Definify.com
Definition 2024
Βραζιλιάνα
Βραζιλιάνα
Greek
Noun
Βραζιλιάνα • (Vraziliána) f (plural Βραζιλιάνες, masculine Βραζιλιάνος)
Declension
declension of Βραζιλιάνα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Βραζιλιάνα | Βραζιλιάνες |
genitive | Βραζιλιάνας | Βραζιλιάνων |
accusative | Βραζιλιάνα | Βραζιλιάνες |
vocative | Βραζιλιάνα | Βραζιλιάνες |
Related terms
- see: Βραζιλία f (Vrazilía, “Brazil”)