Definify.com
Definition 2025
Γαλλίδα
Γαλλίδα
Greek
Noun
Γαλλίδα • (Gallída) f (plural Γαλλίδες, masculine Γάλλος)
Declension
declension of Γαλλίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Γαλλίδα | Γαλλίδες |
genitive | Γαλλίδας | Γαλλίδων |
accusative | Γαλλίδα | Γαλλίδες |
vocative | Γαλλίδα | Γαλλίδες |
Related terms
- see: Γαλλία f (Gallía, “France”)