Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Γκανέζα
Γκανέζα
Greek
Noun
Γκανέζα
•
(
Gkanéza
)
f
(
plural
Γκανέζες
,
masculine
Γκανέζος
)
Ghanaian
(
a person, usually male,
from
Ghana
or of
Ghanaian
ethnicity
)
.
Declension
declension of
Γκανέζα
singular
plural
nominative
Γκανέζα
Γκανέζες
genitive
Γκανέζας
Γκανέζων
accusative
Γκανέζα
Γκανέζες
vocative
Γκανέζα
Γκανέζες
Related terms
see:
Γκάνα
f
(
Gkána
,
“
Ghana
”
)
Similar Results