Definify.com
Definition 2024
Δανιμαρκία
Δανιμαρκία
Greek
Proper noun
Δανιμαρκία • (Danimarkía) f
- (obsolete) Denmark
- Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας
- Something is rotten in the state of Denmark (William Shakespeare, Hamlet)
- Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας
Synonyms
- Δανία f (Danía)
External links
- Δανία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el