Definify.com

Definition 2024


Δωδεκανησία

Δωδεκανησία

Greek

Noun

Δωδεκανησία (Dodekanisía) f (plural Δωδεκανησίες, masculine Δωδεκανήσιος)

  1. Alternative form of Δωδεκανήσια (Dodekanísia)

Declension

Related terms