Definify.com
Definition 2024
Δωδεκανησία
Δωδεκανησία
See also: Δωδεκανήσια
Greek
Noun
Δωδεκανησία • (Dodekanisía) f (plural Δωδεκανησίες, masculine Δωδεκανήσιος)
- Alternative form of Δωδεκανήσια (Dodekanísia)
Declension
declension of Δωδεκανησία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Δωδεκανησία | Δωδεκανησίες |
genitive | Δωδεκανησίας | Δωδεκανησιών |
accusative | Δωδεκανησία | Δωδεκανησίες |
vocative | Δωδεκανησία | Δωδεκανησίες |
Related terms
- see: Δωδεκάνησα n pl (Dodekánisa, “Dodecanese”)