Definify.com
Definition 2024
Ευαγγελιστής
Ευαγγελιστής
See also: ευαγγελιστής
Greek
Noun
Ευαγγελιστής • (Evangelistís) m (plural Ευαγγελιστές)
- (bible) Evangelist
- Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ― Ioánnis o Evangelistís ― John the Evangelist
Declension
declension of Ευαγγελιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Ευαγγελιστής | Ευαγγελιστές |
genitive | Ευαγγελιστή | Ευαγγελιστών |
accusative | Ευαγγελιστή | Ευαγγελιστές |
vocative | Ευαγγελιστή | Ευαγγελιστές |
Coordinate terms
- Απόστολος m (Apóstolos, “apostle”)
- Ματθαίος m (Matthaíos, “Matthew”)
- Μάρκος m (Márkos, “Mark”)
- Λουκάς m (Loukás, “Like”)
- Ιωάννης m (Ioánnis, “John”)
External links
- Ευαγγελιστής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el