Definify.com
Definition 2024
Καμερουνέζα
Καμερουνέζα
Greek
Noun
Καμερουνέζα • (Kamerounéza) f (plural Καμερουνέζες, masculine Καμερουνέζος)
- Cameroonian (a female person from Cameroon or of Cameroonian ethnicity).
Declension
declension of Καμερουνέζα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Καμερουνέζα | Καμερουνέζες |
genitive | Καμερουνέζας | Καμερουνέζων |
accusative | Καμερουνέζα | Καμερουνέζες |
vocative | Καμερουνέζα | Καμερουνέζες |
Related terms
- see: Καμερούν n (Kameroún, “Cameroon”)