Definify.com
Definition 2024
Κονγκό
Κονγκό
Greek
Alternative forms
Noun
Κονγκό • (Konnkó) n (invariable)
- Congo
- ο ποταμός Κονγκό ― o potamós Konnkó ― the river Congo
- η Δημοκρατία του Κονγκό ― i Dimokratía tou Konnkó ― the Republic of the Congo
- η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ― i Laïkí Dimokratía tou Konnkó ― the Democratic Republic of the Congo
Related terms
- Κονγκολέζα f (Konnkoléza, “female Congolese”)
- Κονγκολέζος m (Konnkolézos, “male Congolese”)
- κονγκολέζικος (konnkolézikos, “Congolese”, adjective)
- Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό f (Laïkí Dimokratía tou Konnkó, “Democratic Republic of the Congo”)
External links
- Κονγκό (ποταμός) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- Δημοκρατία του Κονγκό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el