Definify.com

Definition 2024


Μεγαλειότατη

Μεγαλειότατη

Greek

Noun

Μεγαλειότατη (Megaleiótati) f (plural Μεγαλειότατες, masculine Μεγαλειότατος)

  1. Her Majesty (mode of address for queens)

Declension