Definify.com
Definition 2024
Μποτσουανή
Μποτσουανή
Greek
Noun
Μποτσουανή • (Botsouaní) f (plural Μποτσουανές, masculine Μποτσουανός)
Declension
declension of Μποτσουανή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Μποτσουανή | Μποτσουανές |
genitive | Μποτσουανής | Μποτσουανών |
accusative | Μποτσουανή | Μποτσουανές |
vocative | Μποτσουανή | Μποτσουανές |
Related terms
- see: Μποτσουάνα f (Botsouána, “Botswana”)