Definify.com
Definition 2024
Ουγγαρέζος
Ουγγαρέζος
Greek
Noun
Ουγγαρέζος • (Oungarézos) m (plural Ουγγαρέζοι)
- Katharevousa form of Ούγγρος (Oúngros)
Related terms
- see: Ουγγαρία f (Oungaría, “Hungary”)
Ουγγαρέζος • (Oungarézos) m (plural Ουγγαρέζοι)