Definify.com
Definition 2024
Περουβιανών
Περουβιανών
Greek
Noun
Περουβιανών • (Perouvianón)
- (masculine) Genitive plural form of Περουβιανός (Perouvianós).
- (femininine) Genitive plural form of Περουβιανή (Perouvianí).
Περουβιανών • (Perouvianón)