Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Πλειστοκαίνου
Πλειστοκαίνου
Greek
Proper noun
Πλειστοκαίνου
•
(
Pleistokaínou
)
n
Genitive
singular
form of
Πλειστόκαινο
(
Pleistókaino
)
.
Similar Results