Definify.com
Definition 2024
Πορτορικάνος
Πορτορικάνος
See also: Πορτορικανός
Greek
Noun
Πορτορικάνος • (Portorikános) m (plural Πορτορικάνοι, feminine Πορτορικάνα)
- Alternative form of Πορτορικανός (Portorikanós)
Declension
declension of Πορτορικάνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Πορτορικάνος | Πορτορικάνοι |
genitive | Πορτορικάνου | Πορτορικάνων |
accusative | Πορτορικάνο | Πορτορικάνους |
vocative | Πορτορικάνε | Πορτορικάνοι |