Definify.com
Definition 2024
Πρώτος_Παγκόσμιος_Πόλεμος
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Greek
Proper noun
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος • (Prótos Pankósmios Pólemos) m
- (historical) World War I
Synonyms
- Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος m (A΄ Pankósmios Pólemos)
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος • (Prótos Pankósmios Pólemos) m