Definify.com
Definition 2024
Σικελός
Σικελός
See also: Σίκελος
Greek
Alternative forms
- Σικελιώτης m (Sikeliótis)
- (colloquial) Σιτσιλιάνος m (Sitsiliános)
Noun
Σικελός • (Sikelós) m (plural Σικελοί, feminine Σικελή)
Declension
declension of Σικελός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Σικελός | Σικελοί |
genitive | Σικελού | Σικελών |
accusative | Σικελό | Σικελούς |
vocative | Σικελέ | Σικελοί |
Related terms
- see: Σικελία f (Sikelía, “Sicily”)