Definify.com
Definition 2024
Σκύθαι
Σκύθαι
Ancient Greek
Noun
Σκύθαι • (Skúthai) m
- inflection of Σκύθης (Skúthēs):
- nominative plural
- vocative plural
- (in the previous quotation: nominative)
-
- Τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι ποιεῦντες ὧδε.
- Toùs dè doúlous hoi Skúthai pántas tuphloûsi toû gálaktos heíneken toû pínousi poieûntes hôde.
- Now the Scythians blind all their slaves, to use them in preparing their milk.
- Τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι ποιεῦντες ὧδε.