Definify.com
Definition 2024
Σουηδέζες
Σουηδέζες
Greek
Noun
Σουηδέζες • (Souidézes) f
- Nominative plural form of Σουηδέζα (Souidéza).
- Accusative plural form of Σουηδέζα (Souidéza).
- Vocative plural form of Σουηδέζα (Souidéza).
Σουηδέζες • (Souidézes) f