Definify.com
Definition 2024
Τοσκανός
Τοσκανός
Greek
Noun
Τοσκανός • (Toskanós) m (plural Τοσκανοί, feminine Τοσκανή)
Declension
declension of Τοσκανός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Τοσκανός | Τοσκανοί |
genitive | Τοσκανού | Τοσκανών |
accusative | Τοσκανό | Τοσκανούς |
vocative | Τοσκανέ | Τοσκανοί |
Related terms
- see: Τοσκάνη f (Toskáni, “Tuscany”)