Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Φανεροζωικό
Φανεροζωικό
Greek
Noun
Φανεροζωικό
•
(
Fanerozoikó
)
m
Accusative
singular
form of
Φανεροζωικός
(
Fanerozoikós
)
.
Similar Results