Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άδειες_οδήγησης
άδειες οδήγησης
Greek
Noun
άδειες
οδήγησης
•
(
ádeies odígisis
)
f
Plural
form of
άδεια οδήγησης
(
ádeia odígisis
)
.
Similar Results