Definify.com

Definition 2024


άκρη

άκρη

Greek

Noun

άκρη (ákri) f (plural άκρες)

  1. edge

Declension

Related terms

  • ακρίτσα f (akrítsa) (diminutive form)
  • ακρούλα f (akroúla) (diminutive form)
  • ακρινός (akrinós, distant, at the far end)
  • απ' άκρη σ' ακρη (ap' ákri s' akri, completely)
  • μέσες άκρες (méses ákres, roughly)
  • βάζω στην άκρη (vázo stin ákri, move something aside)
  • κάνω στην άκρη (káno stin ákri, get out of the way, push something aside)
  • βρίσκω την άκρη (vrísko tin ákri, get to the bottom of)
  • αφήνω στην άκρη (afíno stin ákri)
  • βγάζω άκρη (vgázo ákri)
  • έχω άκρες (écho ákres)
  • όπου με βγάλει η άκρη (ópou me vgálei i ákri)
  • τραβώ στην άκρη (travó stin ákri)