Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άλευρο
άλευρο
Greek
Noun
άλευρο
•
(
álevro
)
n
(
plural
άλευρα
)
Alternative form of
αλεύρι
(
alévri
)
Declension
declension of
άλευρο
singular
plural
nominative
άλευρο
άλευρα
genitive
αλεύρου
αλεύρων
accusative
άλευρο
άλευρα
vocative
άλευρο
άλευρα
Related terms
see:
αλεύρι
n
(
alévri
)
Similar Results