Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άλυσος
άλυσος
Greek
Noun
άλυσος
•
(
álysos
)
f
(
plural
άλυσοι
)
Alternative form of
αλυσίδα
(
alysída
)
Declension
declension of
άλυσος
singular
plural
nominative
άλυσος
άλυσοι
genitive
αλύσου
αλύσων
accusative
άλυσο
αλύσους
vocative
άλυσε
άλυσοι
Derived terms
αλυσοδένω
(
alysodéno
,
“
to shackle, to chain
”
)
Etymology 2
Noun
άλυσος
•
(
álysos
)
m
(
plural
άλυσοι
)
alyssum
Declension
declension of
άλυσος
singular
plural
nominative
άλυσος
άλυσοι
genitive
αλύσου
αλύσων
accusative
άλυσο
αλύσους
vocative
άλυσε
άλυσοι
Etymology
Similar Results