Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άλφα_αρσενικά
άλφα αρσενικά
Greek
Noun
άλφα
αρσενικά
•
(
álfa arseniká
)
m
Plural
form of
άλφα αρσενικό
(
álfa arsenikó
)
.
Similar Results