Definify.com
Definition 2024
άνεργους
άνεργους
See also: ανέργους
Greek
Adjective
άνεργους • (ánergous)
- Accusative masculine plural form of άνεργος (ánergos).
Noun
άνεργους • (ánergous) m
- Accusative form of άνεργοι (ánergoi).
άνεργους • (ánergous)
άνεργους • (ánergous) m