Definify.com
Definition 2024
άνθρακες
άνθρακες
Greek
Noun
άνθρακες • (ánthrakes) m
- Nominative plural form of άνθρακας (ánthrakas).
- Accusative plural form of άνθρακας (ánthrakas).
- Vocative plural form of άνθρακας (ánthrakas).
άνθρακες • (ánthrakes) m