Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άνοδος
άνοδος
Greek
Noun
άνοδος
•
(
ánodos
)
f
(
plural
άνοδοι
)
increase
,
rise
route
to the
top
(
physics
)
anode
Declension
declension of
άνοδος
singular
plural
nominative
άνοδος
άνοδοι
genitive
ανόδου
ανόδων
accusative
άνοδο
ανόδους
vocative
άνοδε
άνοδοι
Antonyms
κάθοδος
f
(
káthodos
,
“
anode
”
)
Similar Results