Definify.com
Definition 2024
άπιστος_Θωμάς
άπιστος Θωμάς
Greek
Noun
άπιστος Θωμάς • (ápistos Thomás) m
- doubting Thomas (one who doubts)
Declension
External links
- Απόστολος Θωμάς on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
άπιστος Θωμάς • (ápistos Thomás) m