Definify.com
Definition 2024
άποικος
άποικος
Greek
Noun
άποικος • (ápoikos) m, f (plural άποικοι)
- colonist
- Οι Συρακούσες της Σικελίας ήταν αποικία των Κορινθίων.
- Siracusa in Sicily was a colony of Corinth.
- Η Μοζαμβίκη ήταν αποικία της Πορτογαλίας μέχρι το 1975.
- Mozambique was a colony of Portugal until 1975.
- Οι Συρακούσες της Σικελίας ήταν αποικία των Κορινθίων.
Declension
declension of άποικος
Related terms
- see: αποικία f (apoikía, “colony”)