Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άρθρωση
άρθρωση
Greek
Noun
άρθρωση
•
(
árthrosi
)
f
(
plural
αρθρώσεις
)
(
anatomy
)
joint
Declension
declension of
άρθρωση
singular
plural
nominative
άρθρωση
αρθρώσεις
genitive
άρθρωσης
/
αρθρώσεως
αρθρώσεων
accusative
άρθρωση
αρθρώσεις
vocative
άρθρωση
αρθρώσεις
Synonyms
ἁρμός
m
(
ἁrmós
)
Similar Results