Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άσκηση
άσκηση
Greek
Noun
άσκηση
•
(
áskisi
)
f
(
plural
ασκήσεις
)
drill
,
exercise
,
practice
(
UK
)
,
practise
(
US
)
Declension
declension of
άσκηση
singular
plural
nominative
άσκηση
ασκήσεις
genitive
άσκησης
/
ασκήσεως
ασκήσεων
accusative
άσκηση
ασκήσεις
vocative
άσκηση
ασκήσεις
Similar Results