Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άστο_διάολο
άστο διάολο
Greek
Interjection
άστο
διάολο
•
(
ásto diáolo
)
!
(
offensive
,
vulgar
,
dismissal
)
Alternative form of
άντε στο διάολο
(
ánte sto diáolo
)
Pronunciation
IPA
(key)
:
/ˈasto ˈðʝaolo/
Similar Results