Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
έβενος
έβενος
See also:
ἔβενος
Greek
Noun
έβενος
•
(
évenos
)
m
,
f
(
plural
έβενοι
)
ebony
(
wood or tree
)
Declension
declension of
έβενος
singular
plural
nominative
έβενος
έβενοι
genitive
έβενου
/
εβένου
έβενων
/
εβένων
accusative
έβενο
έβενους
/
εβένους
vocative
έβενε
έβενοι
Similar Results