Definify.com
Definition 2024
έγκριση
έγκριση
Greek
Noun
έγκριση • (énkrisi) f (plural εγκρίσεις)
Declension
declension of έγκριση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έγκριση | εγκρίσεις |
genitive | έγκρισης / εγκρίσεως | εγκρίσεων |
accusative | έγκριση | εγκρίσεις |
vocative | έγκριση | εγκρίσεις |
Synonyms
- επιδοκιμασία f (epidokimasía, “approval”)