Definify.com
Definition 2024
έκλειψη
έκλειψη
Greek
Noun
έκλειψη • (ékleipsi) f (plural εκλείψεις)
Declension
declension of έκλειψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έκλειψη | εκλείψεις |
genitive | έκλειψης / εκλείψεως | εκλείψεων |
accusative | έκλειψη | εκλείψεις |
vocative | έκλειψη | εκλείψεις |