Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
έκπληξη
έκπληξη
Greek
Noun
έκπληξη
•
(
ékplixi
)
f
(
plural
εκπλήξεις
)
surprise
Declension
declension of
έκπληξη
singular
plural
nominative
έκπληξη
εκπλήξεις
genitive
έκπληξης
/
εκπλήξεως
εκπλήξεων
accusative
έκπληξη
εκπλήξεις
vocative
έκπληξη
εκπλήξεις
Related terms
εκπλήσσω
(
ekplísso
,
“
to surprise
”
)
Etymology
From
Ancient Greek
ἔκπληξις
(
ékplēxis
)
.
Pronunciation
IPA
(key)
:
/ˈɛkpliksi/
Hyphenation:
έκ‧πλη‧ξη
Similar Results