Definify.com
Definition 2024
έκπτωση
έκπτωση
Greek
Noun
έκπτωση • (ékptosi) f (plural εκπτώσεις)
Declension
declension of έκπτωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έκπτωση | εκπτώσεις |
genitive | έκπτωσης / εκπτώσεως | εκπτώσεων |
accusative | έκπτωση | εκπτώσεις |
vocative | έκπτωση | εκπτώσεις |