Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
έλκηθρο
έλκηθρο
Greek
Noun
έλκηθρο
•
(
élkithro
)
n
(
plural
έλκηθρα
)
(
vehicles
)
sled
,
sledge
,
sleigh
Declension
declension of
έλκηθρο
singular
plural
nominative
έλκηθρο
έλκηθρα
genitive
ελκήθρου
ελκήθρων
accusative
έλκηθρο
έλκηθρα
vocative
έλκηθρο
έλκηθρα
Pronunciation
IPA:
[ˈelciθɾo]
Similar Results